κομπός

From LSJ
Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομπός Medium diacritics: κομπός Low diacritics: κομπός Capitals: ΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: kompós Transliteration B: kompos Transliteration C: kompos Beta Code: kompo/s

English (LSJ)

(B), ὁ,

   A = κομπαστής, E.Ph.600 (troch.); κ. λόγος EM527.47.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.187.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Großprahler, Eur. Phoen. 609; – auch adj., λόγος, E. M. 527, 47.

Greek (Liddell-Scott)

κομπός: ὁ, = κομπαστής, Εὐρ. Φοίν. 600· κομπὸς λόγος Ἐτυμολ. Μέγ. 527. 47. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 67. 2.

Greek Monolingual

κομπός, ὁ (Α)
κομπαστής («κομπὸς εἶ σπονδαῑς πεποιθώς, αἵ σε σῴζουσι θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός», με καταβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

κομπός: ὁ = κομπαστής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κομπός: ὁ хвастун, бахвал Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπός -οῦ, ὁ [κόμπος] opschepper.