ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
ου (τό) :point du jour.Étymologie: περί, ὄρθρος.
περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.