παροινικός

From LSJ
Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινικός Medium diacritics: παροινικός Low diacritics: παροινικός Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: paroinikós Transliteration B: paroinikos Transliteration C: paroinikos Beta Code: paroiniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A addicted to wine, drunken : Sup. -ώτατος Ar. V.1300.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πάροινος
οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του.
επίρρ...
παροινικῶς Α
με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος.

Greek Monotonic

παροινικός: -ή, -όν, εθισμένος στο κρασί, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.

Russian (Dvoretsky)

παροινικός: пьяный, бесчинствующий во хмелю Arph.