φυλάκτης

From LSJ
Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

German (Pape)

[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gardien, protecteur.
Étymologie: φυλάσσω.

Greek Monolingual

ὁ, Α φυλάσσω
1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας
2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη.

Russian (Dvoretsky)

φῠλάκτης: ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в Κύμη
1) Plut.