Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίσκομαι

From LSJ
Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίσκομαι Medium diacritics: κορίσκομαι Low diacritics: κορίσκομαι Capitals: ΚΟΡΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: korískomai Transliteration B: koriskomai Transliteration C: koriskomai Beta Code: kori/skomai

English (LSJ)

   A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.

Greek Monolingual

κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.