ἱμαντόπους

Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, (

   A ἱμάς 111) spindle-shanked; esp.,    1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767.    2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.

German (Pape)

[Seite 1252] οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόπους: ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) ὄνομα ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) εἶδος ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ) [ῐ],
aux longues jambes ou aux jambes flexibles (cf. lat. loripes) :
   1. οἱ ἱμαντόποδες, les hommes aux longues jambes ou aux jambes flexibles, n. d’une tribu éthiopienne, TZETZ. Hist. 7.767, PLIN. HN 3.8;
   2. échasse, oiseau à longues pattes, OPP. Ix. 2.9.
Étymologie: ἱμάς, πούς.

Greek Monolingual

ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].

Russian (Dvoretsky)

ἱμαντόπους: ποδος adj. (лат. loripes) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin.