ἀγχίπτολις
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.
Spanish (DGE)
v. ἀγχίπολις.
Greek Monotonic
ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίπτολις: εως, ион. ιος adj. = ἀγχίπολις.