ἀερόεις
English (LSJ)
A = ἠερόεις (q. v.), Τάρταρος Tab.Defix.108.3 (iii B. C.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερόεις: παρ’ Ἡσυχ. κατ’ οὐδ. «ἀερόεν, μέλαν, βαθύ, μέγα», ἀλλαχοῦ ὅμως μόνον κατὰ τὸν Ἰων. τύπον ἠερόεις, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. ἠερόεις;
όεσσα, όεν;
brumeux, sombre.
Étymologie: ἀήρ, ion. ἠήρ.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): ép., jón. ἠερ-
• Prosodia: [ᾱ-]
I 1nebuloso, turbio, oscuro Τάρταρος Il.8.13, Hes.Th.119, IG 3(3).108 (III/II a.C.), κέλευθα Od.20.64, ζόφος Il.15.191, cf. ἀερόεν· μέλαν. βαθύ. μέγα Hsch., ὁμιχλώδη καὶ σκοτεινόν EM 421.45G.
2 azul, grisáceo ἴασπις D.P.724, μόλυβδος Man.6.391
•lívido χροιή Nic.Th.257.
II 1aéreo, ligero πνεῦμα Telest.1(c).2.
2 rápido ὄναγρος Opp.C.3.183.
3 aéreo, que vive en el aire ὄρνεα ἀερόεντα Cyran.pról.p.19.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀερόεις: эп.-ион. ἠερόεις, όεσσα, όεν туманный, темный (Τάρταρος Hom., Hes.): κατ᾽ ἠερόεντα κέλευθα Hom. мглистыми путями.