ἁλίρρυτος

From LSJ
Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρρῠτος Medium diacritics: ἁλίρρυτος Low diacritics: αλίρρυτος Capitals: ΑΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: halírrytos Transliteration B: halirrytos Transliteration C: alirrytos Beta Code: a(li/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A washed by the sea, AP12.55 (Artemo).    II ἁ. ἄλσος surging sea's domain, A.Supp.868 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρρῠτος: -ον, ὁ καταρρεόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 12.55. II. ἁλ. ἄλσος, αὐτὴ ἡ ἐγειρομένη θάλασσα, Αἰσχύλ. Ἱκ. 868 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui baigne de ses flots;
2 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥέω.

Spanish (DGE)

(ἁλίρρῠτος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar αὐχὴν Δήλου AP 12.55 (Artemo), δι' ἁλίρρυτον ἄλσος por el undoso soto (considerado el mar como τέμενος de Posidón), A.Supp.869.

Greek Monolingual

ἁλίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα
2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)].

Greek Monotonic

ἁλίρρῠτος: -ον (ἅλς, ῥέω), αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρρῠτος: 1) обтекаемый морем (αὐχὴν Δήλου Anth.);
2) омывающий своими волнами: ἄλσος ἁλίρρυτον Aesch. морская пучина.