ἁλιρρόθιος

From LSJ
Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιρρόθιος Medium diacritics: ἁλιρρόθιος Low diacritics: αλιρρόθιος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: halirróthios Transliteration B: halirrothios Transliteration C: alirrothios Beta Code: a(lirro/qios

English (LSJ)

α, ον,

   A sea-beaten, κόνις AP7.6 (Antip. Sid.); f.l.ib.624 (Diod., leg. ἁλὶ ῥοθίῃ).    II roaring, θάλασσα Orph.A.1296.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιρρόθιος: ον καὶ α, ον, Ἀνθ Π. 76, 624. - ὁ ὑπὸ τοῦ «ῥόθου τῆς θαλάσσης κυκλούμενος ἢ προσβαλλόμενος, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, κόνις. νηῦς, Ἀνθ. ἔνθ. ἀνωτ. II ῥοχθῶν, θορυβῶν, θάλασσα, Ὀρφ. Ἀργ. 1296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui bat de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 contra el que resuena el mar κόνις AP 7.6 (Antip.Sid.), νηῦς AP 7.624 (Diod.).
2 de oleaje resonante θάλασσα Orph.A.1289, epít. de Posidón, Did.CP 5.20.

Greek Monolingual

ἁλιρρόθιος, -ία, -ιον (Α)
ο ἁλίρροθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥόθιος «ορμητικός, θορυβώδης»].

Greek Monotonic

ἁλιρρόθιος: -ον και -α, -ον (ἅλς, ῥόθος), αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιρρόθιος: заливаемый шумящим морем (κόνις, ναῦς Anth.).