ἀλλόχρως

From LSJ
Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόχρως: 2, gen. ωτος странный на вид, чужой (ἀ., μιξοβάρβαρος Eur.).