ἀλφιτεύς
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
έως, ὁ,
A barley-miller, Hyp.Fr.224.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Gerstengraupenmüller, Bab. 29, 4; Poll. 7, 18.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
meunier.
Étymologie: ἄλφιτον.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτεύς) -έως, ὁ
fabricante de harina de cebada, molinero Hyp.Fr.224, Babr.29.4. • DMic.: a-pi-te-wa (??).
Greek Monolingual
ἀλφιτεὺς (-εως), ο (Α)
μυλωνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + παραγ. κατάλ. -εύς].
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτεύς: έως ὁ мельник Babr.