ἀμπελάνθη
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἡ,
A = οἰνάνθη, Luc.VH2.5.
German (Pape)
[Seite 128] ἡ, Weinblüthe, Luc. V. H. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελάνθη: ἡ, = οἰνάνθη, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστορ. Β, 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fleur de la vigne.
Étymologie: ἄμπελος, ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ flor de la vid Luc.VH 2.5.
Greek Monolingual
ἀμπελάνθη, η (Α)
το άνθος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η)
πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].
Greek Monotonic
ἀμπελάνθη: ἡ = οἰνάνθη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελάνθη: ἡ цвет винограда Luc.