ἀναδικάζω
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
English (LSJ)
A decide again, hear on appeal, τὰ γνωσθέντα Ph.1.299: abs., reverse a decision, AP5.221 (Agath.). II Med., renew an action after a previous judgement had been cancelled, Is.Fr.145.
German (Pape)
[Seite 186] sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐκάζω: ἀποφασίζω ἐκ νέου, δικάζω ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην μετὰ τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.
Spanish (DGE)
(ἀναδῐκάζω)
jur.
I act.
1 juzgar de nuevo, juzgar en apelación Ph.1.299.
2 revocar un juicio o sentencia, AP 5.222 (Agath.).
II med. apelar, entablar acción de nuevo Is.Fr.46, PSI 767.41 (IV a.C.).
Greek Monolingual
(Α ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].
Russian (Dvoretsky)
ἀναδῐκάζω: 1) менять свой суд (ἀνεδίκαζε Πάρις Anth.);
2) med. начинать сызнова судебный процесс Isae.