ἀνεπιπληξία

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιπληξία Medium diacritics: ἀνεπιπληξία Low diacritics: ανεπιπληξία Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΗΞΙΑ
Transliteration A: anepiplēxía Transliteration B: anepiplēxia Transliteration C: anepipliksia Beta Code: a)nepiplhci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A impunity, licentiousness, Pl.Lg.695b.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, die Ungebundenheit, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀν. Plat. Legg. III, 695 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιπληξία: ἡ, ἀτιμωρησία, ἀκολασία, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας Πλάτ. Νόμ. 695Β.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
relajación τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας Pl.Lg.695b, τρυφῇ καὶ ἐξουσίᾳ ἀνεπιπληξίᾳ τε χρῶνται D.C.80.4.1.

Greek Monolingual

ἀνεπιπληξία, η (Α)
ατιμωρησία, ακολασία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιπληξία: ἡ распущенность Plat.