ἀνταυγέω
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
A reflect light, Hp.Carn.17, Arist.Pr.932a27, Chaerem.14; πρὸς Ὄλυμπον Emp.44; φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον flashes back murder, E.Or.1519; gleam, glitter, Eub.56.
German (Pape)
[Seite 245] = ἀνταυγάζω, Hippocr.; vgl. Eubul. Ath. XI, 471 d; Chaerem. ib. 608 b; φόνον Eur. Or. 1533, Schol. ἀντιλάμπει.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγέω: ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· φάσγανον ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - λάμπω, στίλβω, μαρμαίρω, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀντηύγουν;
réfléchir la lumière.
Étymologie: ἀνταυγής.
Spanish (DGE)
1 c. dat. o πρός y ac. reflejarse en πρὸς Ὄλυμπον Emp.B 44, τούτῳ ... ἀνταυγεῖ τὸ φῶς Hp.Carn.17
•abs. brillar el mar, Arist.Pr.932a27, cf. Eub.56
•c. ac. int. fig. φάσγανον ... ἀνταυγεῖ φόνον la espada produce un brillo de muerte E.Or.1519.
2 c. ac. compl. dir. iluminar χρῶμα δ' ὄμμασιν λευκὸν μελαίνης ἔργον ἀντηύγει σκιᾶς su color, blanco a los ojos, iluminaba la obra de la negra sombra (de la noche), Chaerem.14.
Greek Monotonic
ἀνταυγέω: μέλ. -ήσω (αὐγή), αντανακλώ φως, φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον, αντανακλά πίσω τον φόνο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταυγέω: отражать свет; бросать отблеск, отсвечивать Arst., Plut.: φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον Eur. блеск меча грозит смертью.