ἀντιφίλησις

From LSJ
Revision as of 16:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφῐλησις Medium diacritics: ἀντιφίλησις Low diacritics: αντιφίλησις Capitals: ΑΝΤΙΦΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: antiphílēsis Transliteration B: antiphilēsis Transliteration C: antifilisis Beta Code: a)ntifi/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A return of affection, Arist.EN1155b28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, τὸ ἀντιφιλεῖν, ἀνταπόδοσις φιλίας, ἐπὶ μὲν τῇ τῶν ἀψύχων φιλήσει οὐ λέγεται φιλία· οὐ γάρ ἐστιν ἀντιφίλησις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affection en retour.
Étymologie: ἀντιφιλέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
devolución de cariño Arist.EN 1155b28.

Greek Monolingual

ἀντιφίλησις, η (Α)
ανταπόδοση αγάπης, στοργής.

Greek Monotonic

ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, ανταπόδοση τρυφερότητας ή αφοσίωσης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφίλησις: εως ἡ ответная любовь Arst.