ἀντιμεθέλκω

From LSJ
Revision as of 16:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεθέλκω Medium diacritics: ἀντιμεθέλκω Low diacritics: αντιμεθέλκω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: antimethélkō Transliteration B: antimethelkō Transliteration C: antimethelko Beta Code: a)ntimeqe/lkw

English (LSJ)

   A drag different ways, distract, τὰ -οντα πράγματα Ph. 1.231, cf. APl.4.136 (Antiphil.), 139 (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ AP10.74 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 255] nach entgegengesetzten Seiten hinziehen, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομένα Μήδεια Antiphil. 20 (Plan. 136); vgl. Iul. Aeg. 29 (Plan. 139); Paul. Sil. 71 (X, 74).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεθέλκω: ἕλκω, σύρω πρὸς ἀντιθέτους διευθύνσεις, τὰν ὀλοὰν Μήδειαν ὅτ’ ἔγραφε Τιμομάχου χείρ, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν Ἀνθ. Πλαν. 136, 139, ἐν τῷ παθ., τῇ καὶ τῇ θαμινῶς ἀντιμεθελκόμενος Ἀνθ. Π. 10. 74.

French (Bailly abrégé)

tirer en sens contraire(s).
Étymologie: ἀντί, μεθέλκω.

Spanish (DGE)

desviar en sentidos contrarios, perturbar ζωὴ ... ἀντιμεθελκόντων ἀεὶ φορουμένη πραγμάτων Ph.1.231
en v. pas. ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν (Medea) desgarrada entre los celos y los hijos, AP 16.136 (Antiphil.), cf. 139 (Iul.Aegypt.), τῇ καὶ τῇ AP 10.74 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

ἀντιμεθέλκω (Α)
τραβώ προς διαφορετική διεύθυνση.

Greek Monotonic

ἀντιμεθέλκω: μέλ. -ξω, σύρω προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεθέλκω: тащить в обратную сторону (βίος τῇ καὶ τῇ ἀντιμεθελκόμενος Anth.).