τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
ἄνῠτο: Δωρ. αντί ἤνυτο = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἀνύω.
ἄνῠτο: (ᾱ) дор. Theocr. 3 л. sing. impf. pass. к ἄνυμι.