ἀρι
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
German (Pape)
[Seite 350] untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend, verwandt mit ἀρείων, ἄριστος, ἀρετή, Ἄρης, s. ἀρείων.
English (Autenrieth)
(root ἀρ): inseparable intensive prefix, very.
Greek Monotonic
ἀρῐ: [ᾰ], αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως ἐρι-, επιτείνει τη σημασία που εκφράζεται από τη λέξη με την οποία συντίθεται· από την ίδια ρίζα με Ἄρης, ἀρετή.
Russian (Dvoretsky)
ἀρῐ: (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος).