ἀποπυνθάνομαι

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπυνθάνομαι Medium diacritics: ἀποπυνθάνομαι Low diacritics: αποπυνθάνομαι Capitals: ΑΠΟΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apopynthánomai Transliteration B: apopynthanomai Transliteration C: apopynthanomai Beta Code: a)popunqa/nomai

English (LSJ)

   A inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ .. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.

German (Pape)

[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.

French (Bailly abrégé)

s’informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).

Greek Monolingual

ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.

Greek Monotonic

ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.