ἀρεσκόντως
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
(ἀρέσκω)
A agreeably, ἀ. ἔχειν E.IT463 (lyr.), 581; ῥηθῆναι Pl.R.504b, X.Oec.11.19.
German (Pape)
[Seite 348] gefällig; genug, Eur. I. T. 463; Plat. Rep. VI, 304 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρεσκόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ ἀρέσκω, κατὰ τρόπον ἀρεστόν, Εὐρ. Ι. Τ. 463, 581, Πλάτ. Πολ. 504Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière agréable à, τινι.
Étymologie: ἀρέσκω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de forma agradable, agradablemente c. dat. σοι ... ἀ. ... τελεῖ E.IT 463, πᾶσι ... ἀ. ἔχει E.IT 581, ὑμῖν ἀ. ῥηθῆναι Pl.R.504b, ἀ. ... μοι ... ποιεῖν X.Oec.11.19.
Greek Monolingual
(AM ἀρεσκόντως) επίρρ. αρέσκω
προσφυώς, με τρόπο που ν' αρέσει.
Greek Monotonic
ἀρεσκόντως: επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του ἀρέσκω, με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρεσκόντως: угодно, приятно, по сердцу Eur., Plat.