Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.
βῶκος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βοῦκος, βουκαῖος.
βῶκος, ο (δωρ. τ.) (Α)
βλ. βούκος, βουκαίος.
βῶκος: ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.
βῶκος: ὁ дор. v. l. = βοῦκος.