δαύω

From LSJ
Revision as of 18:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαύω Medium diacritics: δαύω Low diacritics: δαύω Capitals: ΔΑΥΩ
Transliteration A: daúō Transliteration B: dauō Transliteration C: dayo Beta Code: dau/w

English (LSJ)

   A = ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)

German (Pape)

[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.

Spanish (DGE)

dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.

• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.

Greek Monolingual

δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].

Russian (Dvoretsky)

δαύω: эол. Sappho = ἰαύω.