δυσοδία
English (LSJ)
ἡ,
A badness of roads, App.Syr.21: pl., in concrete sense, Ptol.Tetr.197: metaph., difficulty, -ίαν παρέχειν τῷ λόγῳ Plu.2.448a, cf. Ph.2.67; δυσοδία ἐντροχάζειν δοκεῖ Demetr.Lac.1012.50 F.; δ. σκυβάλων Sor. 2.20.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, schlechter Weg; Sp. übertr.; δυσοδίαν τῷ λόγῳ παρέχειν, Schwierigkeiten verursachen, Plut. virt. mor. p. 410.
Greek (Liddell-Scott)
δυσοδία: ἡ, κακὴ κατάστασις τῶν ὁδῶν, Ἀππ. Συρ. 21· δυσκολία, Πλούτ. 2. 448Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise voie.
Étymologie: δύσοδος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 camino en mal estado πολλοὶ δ' ἐξέπιπτον ὑπὸ τῆς δυσοδίας App.Syr.21, cf. Ptol.Tetr.4.8.5.
2 dificultad de salida, salida dificultosa de tipo lógico o intelectual, Demetr.Lac.Herc.1012.72.6, ἡ δ' ἀμφίβολος ἄγνοια δυσοδίας καὶ ἀπορίας αἴτιον Ph.2.67, αἱ δὲ πραγματικαὶ βουλαὶ ... δυσοδίαν τῷ λόγῳ παρέχουσι καὶ δυσκολίαν las decisiones prácticas causan obstáculos y dificultades al razonamiento Plu.2.448a, tb. de tipo concr. σκυβάλων δ. καὶ ἐποχή dificultad para expulsar el excremento y retención Sor.3.4.58.
Russian (Dvoretsky)
δυσοδία: ἡ трудная дорога (δυσοδίαν τῷ λόγῳ παρέχειν Plut.).