δυσμορία
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ,
A a hard fate, AP9.351 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Unglück, Leon. Al. 29 (IX, 551).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορία: ἡ, κακὴ μοῖρα, Ἀνθ. Π. 9. 351.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infortune.
Étymologie: δύσμορος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destino cruel, infortunio Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης AP 9.351 (Leon.).
Greek Monotonic
δυσμορία: ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη μοίρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμορία: ἡ несчастье; гибель Anth.