ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
εἰρέαται: Ἰων, γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐρῶ.
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de εἴρω².
v. λέγω.
εἰρέαται: Ιων. αντί εἴρηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἐρῶ.
εἰρέαται: Her. (= εἴρηνται) 3 л. pl. pf. pass. к εἴρω II.