ἐκκαυλέω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A run to stalk, Arist.Pr.924b27, Dsc.2.136, cf. ἐκκαυλῆσαι· ἐπιδοῦναι, Hsch.; develop a stem, Thphr.HP1.2.2, CP4.3.5.
German (Pape)
[Seite 762] einen Stengel hervortreiben, u. in Stengel schießen, Arist. Probl. 20, 17 Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαυλέω: φύω καυλόν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 2, 2· - καθ’ Ἡσύχ. «ἐκκαυλῆσαι· ἐπιδοῦναι».
Spanish (DGE)
bot.
1 entallecer, espigar, alzarse (τά λάχανα) Arist.Pr.924b27, ὅταν γὰρ σπερμοφορεῖν μέλλωσι, τότε ἐκκαυλοῦσιν Thphr.HP 1.2.2, cf. 7.1.7, CP 4.3.5, (θρίδακες) ἐκκαυλήσασαι (lechugas) que se han espigado Dsc.2.136.2, cf. Gal.6.627, Gp.12.13.8.
2 en perf. act. y en v. med. estar crecido el tallo, estar espigado de las hortalizas ya pasadas de tiempo, Hsch.s.u. ἐξορμενίζεις
•part. τὸ ἐκκεκαυληκός el tallo que sobresale, el troncho πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν Poll.6.54, cf. 1.247, Hsch.s.u. Ὄρμενος, Sud.s.uu. καυλῶ y ὄρμενα
•fig. ref. a unos colmillos largos y que sobresalen ἐκκεκαυληκότας ἔχοντα τοὺς ὀδόντας Apio ad Hom.155.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαυλέω: (о растениях) давать стебель (ἐκ παλαιοτέρου σπέρματος Arst.).