ἐκβιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 19:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβιβρώσκω Medium diacritics: ἐκβιβρώσκω Low diacritics: εκβιβρώσκω Capitals: ΕΚΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: ekbibrṓskō Transliteration B: ekbibrōskō Transliteration C: ekvivrosko Beta Code: e)kbibrw/skw

English (LSJ)

   A devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 :— Pass., Gp.2.35.7 : metaph., Corn.ND18.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.

Greek Monolingual

ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.

Greek Monotonic

ἐκβιβρώσκω: παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβιβρώσκω: съедать, пожирать (ἐσχάτας σάρκας Soph. - in tmesi).