ἔκπεψις
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cooking, baking, BGU1.17 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 772] ἡ, das Auskochen; von Pflanzen: das Reisen, Arist. color. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπεψις: -εως, ἡ, ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἐντελῶς ὡριμάζειν, Ἀριστ. π. Χρωμάτ. 5. 23.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I bot., medic.
1 maduración c. gen. ἔ. αὐτῶν (φύλλων) Arist.Col.796a32, ἄλλοις (δένδροις) ὧν βραδεῖά τε ἡ ἔ. Thphr.CP 1.11.8.
2 medic. digestión τῶν διαφθαρέντων (σιτίων) Paul.Aeg.3.39.3.
II cocimiento, cocción ἄρτου PHels.30.8 (II a.C.), cf. PLouvre 4.43, BGU 149.6 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
ἔκπεψις, η (Α)
1. τέλεια ωρίμανση
2. ψήσιμο.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπεψις: εως ἡ созревание: ταχεῖαν ἔκπεψιν ἔχειν Arst. быстро достигать зрелости.