ἔκτα
From LSJ
English (LSJ)
ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν,
A v. κτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτᾰ: ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, ἴδε τὸ ῥῆμα κτείνω.
English (Autenrieth)
see κτείνω.
Spanish (DGE)
v. κτείνω.
Greek Monotonic
ἔκτᾰ: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του κτείνω· ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, αʹ και γʹ πληθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτα: эп. 3 л. sing. aor. 2 к *κτῆμι.