ἐνθυμηματικῶς
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme d’enthymème.
Étymologie: ἐνθυμηματικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματικῶς: в форме энтимемы, энтимематически Arst.