ἐξείρομαι
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Ion. for ἐξέρομαι.
German (Pape)
[Seite 876] –ειρύω, ion. = ἐξέρομαι, -ερύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείρομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐξέρομαι.
English (Autenrieth)
ipf. ἐξείρετο: inquire of, ask for.
Greek Monolingual
βλ. εξέρομαι.
Greek Monotonic
ἐξείρομαι: Ιων. αντί ἐξέρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξείρομαι: эп.-ион. = ἐξέρομαι.