ἐξαποβαίνω

From LSJ
Revision as of 20:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποβαίνω Medium diacritics: ἐξαποβαίνω Low diacritics: εξαποβαίνω Capitals: ΕΞΑΠΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: exapobaínō Transliteration B: exapobainō Transliteration C: eksapovaino Beta Code: e)capobai/nw

English (LSJ)

   A step out of, νηός Od.12.306; νηὸς χέρσονδε A.R.3.199, etc.

German (Pape)

[Seite 871] (s. βαίνω), absteigen aus; νηός Od. 12, 306; Ap. Rh. 3, 199 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποβαίνω: ἀποβαίνω ἔκ τινος, ἐξέρχομαι, ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηὸς Ὀδ. Μ. 306, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 199, κλ.

French (Bailly abrégé)

sortir de, descendre de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀποβαίνω.

English (Autenrieth)

only aor. 2, disembarked from; νηός, Od. 12.306†.

Spanish (DGE)

bajar de, desembarcar c. gen. ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηός Od.12.306, cf. A.R.3.199, 326, abs., A.R.4.246.

Greek Monolingual

ἐξαποβαίνω (Α) αποβαίνω
αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐξαποβαίνω: μέλ. -βήσομαι, βγαίνω έξω, αποβιβάζομαι, νηός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποβαίνω: выходить, сходить (νηός Hom.).