ἐπύλλιον
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔπος,
A versicle, scrap of poetry, Ar.Ach.398, Pax532,Ra.942. II short epic poem, Ath.2.65a.
German (Pape)
[Seite 1013] τό, dim. zu ἔπος, kleines Epos, Ath. IL, 65 a; übh. kleines Liedchen, Verschen, Ar. Ach. 398 Pax 522.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔπος, μικρὸν ἔπος, Ἀθήν. 65Α· ποιημάτιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 398, Εἰρ. 532, Βάτρ. 942. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπυλλίοις· στίχοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit vers.
Étymologie: dim. de ἔπος.
Greek Monotonic
ἐπύλλιον: τό, υποκορ. του ἔπος, μικρό έπος, κομμάτι, απομεινάρι, ψήγμα ποίησης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπύλλιον: τό эпиллий, маленькая поэма, стихотвореньице или стишки Arph.