εὐορκία

Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Pi.O.2.66 (pl.), App.Pun.63, Hierocl. in CA2p.422M.    II in pl., oaths taken with a good conscience, Lib.Or.59.122.

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, dass., plur., Pind. Ol. 2, 72; Poll. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

εὐορκία: ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 2. 119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fidélité au serment.
Étymologie: εὔορκος.

English (Slater)

εὐορκία
   1 fidelity to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐορκία) εύορκος
η πιστή τήρηση του όρκου
νεοελλ.
1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση
2. ευσυνειδησία
πληθ. αἱ εὐορκίαι
οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση.

Greek Monotonic

εὐορκία: ἡ, πίστη, αφοσίωση, προσήλωση στον όρκο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐορκία: ἡ верность клятве Pind.