εὐχάλινος

From LSJ
Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχάλῑνος Medium diacritics: εὐχάλινος Low diacritics: ευχάλινος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: euchálinos Transliteration B: euchalinos Transliteration C: efchalinos Beta Code: eu)xa/linos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A well-bridled, S.E.M.1.169.

German (Pape)

[Seite 1108] mit schönem Zaume, Sext. Emp. adv. gramm. 169.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάλῑνος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169.

Greek Monolingual

εὐχάλινος, -ον (Α)
(για ίππους)
1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό
2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός.

Russian (Dvoretsky)

εὐχάλῑνος: (ᾰ) хорошо или красиво взнузданный Sext.