εὐχάλινος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, well-bridled, S.E.M.1.169.
German (Pape)
[Seite 1108] mit schönem Zaume, Sext. Emp. adv. gramm. 169.
Russian (Dvoretsky)
εὐχάλῑνος: (ᾰ) хорошо или красиво взнузданный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχάλῑνος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169.
Greek Monolingual
εὐχάλινος, -ον (Α)
(για ίππους)
1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό
2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός.