εὐρώδης
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
English (LSJ)
ες, poet. for εὐρύς, S.Aj.1190 (lyr., s. v.l.; εὐρυεδῆ cj. Musgr.).
German (Pape)
[Seite 1096] ες, poet. für εὐρύς, Τροία, Soph. Ai. 1169.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώδης: -ες, ποιητ. ἀντὶ τοῦ εὐρύς, Σοφ. Αἴ. 1191.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
aux larges rues.
Étymologie: εὐρύς, -ωδης.
Greek Monolingual
εὐρώδης, -ες (Α)
ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ευρύς].
Greek Monotonic
εὐρώδης: -ες (εἶδος), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώδης: Soph. = εὐρύς.