ἡμιστρόγγυλος

From LSJ
Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιστρόγγῠλος Medium diacritics: ἡμιστρόγγυλος Low diacritics: ημιστρόγγυλος Capitals: ΗΜΙΣΤΡΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmistróngylos Transliteration B: hēmistrongylos Transliteration C: imistroggylos Beta Code: h(mistro/ggulos

English (LSJ)

ον,

   A half-round, Id.Ocyp. 97.

German (Pape)

[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.

Greek Monolingual

ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.

Greek Monotonic

ἡμιστρόγγῠλος: -ον, ο κατά το ήμισυ στρογγυλός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιστρόγγῠλος: полукруглый (τομή Luc.).