θεόσυτος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον,
A sent by the gods, θ. ἢ βρότειος; A.Pr.116; νόσος ib. 596 (lyr.):—also θεόσσυτος χειμών ib.643.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσῠτος: -ον, θεόπεμπτος, θ. ἢ βρότειος (πρβλ. θέορτος) Αἰσχύλ. Πρ. 116˙ νόσος αὐτόθι 596˙ ποιητ. θεόσσυτος χειμὼν αὐτόθι 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé par les dieux.
Étymologie: θεός, σεύομαι.
Greek Monolingual
θεόσυτος, -ον (Α)
βλ. θεόσσυτος.
Greek Monotonic
θεόσῠτος: -ον (σεύω), σταλμένος από το θεό, θεόπεμπτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θεόσῠτος: ниспосланный богами (νόσος Aesch.).