θυρωτός

From LSJ
Revision as of 21:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρωτός Medium diacritics: θυρωτός Low diacritics: θυρωτός Capitals: ΘΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thyrōtós Transliteration B: thyrōtos Transliteration C: thyrotos Beta Code: qurwto/s

English (LSJ)

όν,

   A with a door or aperture, στήθη Babr.59.11: neut. as Subst., θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).

Greek (Liddell-Scott)

θυρωτός: -όν, ἔχων θύραν ἢ ἄνοιγμα, Βαβρ. 59. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une porte.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

θυρωτός, -ή, -όν (Α) θύρα
αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα
το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν
α) άνοιγμα για θύρα
β. κούφωμα.

Greek Monotonic

θυρωτός: όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωτός: снабженный дверью Babr.