κούφωμα

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

το κουφώνω
1. κοίλωμα, κουφάλα
2. το κενό μέρος του τοίχου που προορίζεται για εγκατάσταση πόρτας ή παραθύρου
3. ξύλινο φύλλο πόρτας, παραθύρου ή ντουλαπιού, καθώς και το πλαίσιό του.