καθαρμόζω

Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A join or fit to, βρόχον δείρᾳ E.Hipp.771 (lyr.); [πλόκαμον] ὑπὸ μίτρᾳ Id.Ba.929; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting its forefeet to my hands, Id.Rh.210; fit clamps into their places, IG7.3073.72 (Lebad.):—Med., Ph.1.342.

German (Pape)

[Seite 1281] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767.

Greek (Liddell-Scott)

καθαρμόζω: προσαρμόζω, προσάπτω, βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. πρόσθιος.

French (Bailly abrégé)

ao. καθήρμοσα;
arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).
Étymologie: κατά, ἁρμόζω.

Greek Monolingual

καθαρμόζω)
εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αρμόζω].

Greek Monotonic

καθαρμόζω: μέλ. -σω, προσαρμόζω ή ενώνω, συναρμολογώ, τί τινι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρμόζω: ион. καταρμόζω
1) прилаживать, пригонять, вставлять (τὸν λίθον Her.);
2) приставлять, прикладывать (βρόχον δέρᾳ Eur.);
3) укладывать, убирать (πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ Eur.).