κατάκτησις

Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A acquisition, πραγμάτων, Χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.Caes.22; αὐτονομίας D.S.17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.Rh.2.261 S.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Erwerben, Erlangen; πραγμάτων, der Herrschaft, Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτησις: -εως, ἡ, τελεία κτῆσις, τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν πέλας, γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquisition, conquête.
Étymologie: κατακτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατάκτησις: εως ἡ приобретение, овладевание (πραγμάτων Polyb.; γῆς Plut.).