καταστηρίζω

Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A establish, Nonn.D.38.424; prove, Lyd.Mens.1.14:— Pass., to be propped or stayed, ἐπί τινι E.Fr.382.9; to be firmly fixed or established, LXX Jb.20.7; κατεστηριγμένος, opp. ἀβέβαιος, Arist. Mu.395b16.    II intr., κ. εἰς . . settle in a spot, of disease, Hp. Aff.15, cf. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηρίζω: στηρίζω καλῶς, στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, πίπτω εἴς τι μέρος καὶ ἐκεῖ μένω, ἐπὶ νόσων, πρβλ. κατασκήπτω, Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ ἀβέβαιος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.

Greek Monolingual

καταστηρίζω (Α)
1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω
2. δοκιμάζω
3. αποδεικνύω
4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, -η, -ον
ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στηρίζω zich vasthechten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καταστηρίζω: подпирать, укреплять Eur.: κατεστηριγμένος Arst. устойчивый, прочный.