κυβερνήτειρα
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
Greek Monolingual
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.
Greek Monotonic
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).