κυβερνήτειρα

From LSJ
Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνήτειρα Medium diacritics: κυβερνήτειρα Low diacritics: κυβερνήτειρα Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kybernḗteira Transliteration B: kybernēteira Transliteration C: kyverniteira Beta Code: kubernh/teira

English (LSJ)

ἡ, fem. of

   A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.

German (Pape)

[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.

Greek Monolingual

κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.

Greek Monotonic

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).