κρυπτάζω

From LSJ
Revision as of 23:18, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

German (Pape)

[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Russian (Dvoretsky)

κρυπτάζω: Diod. v. l. = κρύπτω.