κτίστωρ

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίστωρ Medium diacritics: κτίστωρ Low diacritics: κτίστωρ Capitals: ΚΤΙΣΤΩΡ
Transliteration A: ktístōr Transliteration B: ktistōr Transliteration C: ktistor Beta Code: kti/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = κτίστης, Αἴτνας Pi.Fr.105; Ἀσιάδος χθονός E.Ion 74; ὁ τῆς στοᾶς κ., of Zeno, Ath.9.370c; ἀγαθῶν . . εὑρετὴν καὶ κτίστορα Diph.(?)138.

German (Pape)

[Seite 1520] ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χθονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.

Greek (Liddell-Scott)

κτίστωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Πινδ. Ἀποσπ. 71˙ Ἀσιάδος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 74˙ ὁ τῆς στοᾶς κτ., ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Ἀθήν. 370C· ἀγαθῶν... εὑρετὴν καὶ κτίστορα Δίφιλ. (;) ἐν Ἀδήλ. 52.

English (Slater)

κτίστωρ
   1 founder κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3.

Greek Monolingual

κτίστωρ, -ορος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής.

Greek Monotonic

κτίστωρ: -ορος, ὁ = κτίστης, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.

Russian (Dvoretsky)

κτίστωρ: ορος ὁ
1) основатель: κ. Αἴτνας Pind. основатель Этны (впосл. Катаны), т. е. Гиерон Старший;
2) колонизатор, поселенец (Ἀσιάδος χθονός Eur.).