κωμῳδογράφος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A = κωμῳδιογράφος, AP7.708 (Diosc.), Phld.Mus.p.88 K.
German (Pape)
[Seite 1545] ὁ, Comödienschreiber; Diosc. 30 (VII, 708); Schol. Ar. Nubb. 296.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδογράφος: ὁ, = κωμῳδιογράφος, Ἀνθ. Π. 7. 708.
Greek Monolingual
κωμῳδογράφος, ὁ (Α)
βλ. κωμωδιογράφος.
Greek Monotonic
κωμῳδογράφος: [ᾰ], ὁ = κωμῳδιογράφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κωμῳδογράφος: (ᾰ) ὁ Anth. = κωμῳδιογράφος.